Από το 1980 έως το 1990, ασχολήθηκα επαγγελματικά με την αγιογραφία την οποία μαθήτευσα επί χρόνια, σε μοναστηριακά αγιογραφεία. Με απόλυτα παραδοσιακά υλικά και αγιορείτικη ζωγραφική αντίληψη που ανήκει στην “Κρητική Σχολή”, δημιούργησα φορητές εικόνες σύγχρονης αγιογραφίας για ιδιώτες και τέμπλα εκκλησιών, μουσαμάδες για τοίχους εκκλησιών και βυζαντινά αντίγραφα. Ιδιαίτερη έμφαση, έδωσα στην παλαίωση των ξύλων, πλαισιώνοντας τις αγιογραφίες με κορνίζες ανάγλυφες, ώστε να εντείνεται η θρησκευτικότητα. Την εργασία μου αυτή, λόγω γάμου, την υπέγραψα με το όνομα Φωτεινή Λιακάκου.
Στις αρχές του 1985 γίνεται η πρώτη ατομική μου έκθεση στην “Αίθουσα Τέχνης Πειραιά”, για την οποία έγραψαν στην εφημερίδα “Η φωνή του Πειραιά” ο κ. Σπυρίδων Μακρής, διευθυντής Ριζαρείου Σχολής και ο συγγραφέας και ποιητής Κώστας Θεοφάνους ο οποίος και με συμπεριέλαβε στο βιβλίο του “η καλλιτεχνική ιστορία του Πειραιά 1884-1984.
Χαρακτηριστικά γράφει: «Η Φωτεινή Λιακάκου διαθέτει όλα εκείνα τα προσόντα που απαιτούνται για την εικαστική δημιουργία στον δύσκολο αυτόν χώρο της ζωγραφικής: επιμονή, υπομονή, φιλοπονία, ευρηματικότητα, σχεδιαστική άνεση, λεπτή αίσθηση της χρωματικής αντίληψης, σεβασμό στα παραδοσιακά μέτρα και μέσα. Το αποτέλεσμα είναι να φιλοτεχνεί αυτά τα άρτια εικονίσματα που αναδίνουν ένα παράξενο άρωμα ευλάβειας και που αγγίζουν τις μύχιες χορδές της ανθρώπινης θρησκευτικότητας. Δίνει στα έργα της μια πολύ προσεγμένη και μεθοδική παλαιική πατίνα, με σκισίματα του μουσαμά, με ρωγμές του ξύλου, με φωτοστέφανα άλλοτε ανάγλυφα και άλλοτε με ποικίλματα χαραγμένα με το χέρι, με δυσδιάκριτα λεπτές πινελιές, με πλαίσια σκαλισμένα πάνω στο ίδιο το ξύλο του εικονίσματος. Πρόκειται για άψογα έργα τέχνης, στον τομέα της βυζαντινής αγιογραφίας».